…κατά την εκδήλωση του ΕΒΕΑ με θέμα:
«Ρευστότητα-Ομόλογα & Επιπτώσεις στις Εταιρείες Ιατροτεχνολογικών Ειδών και Φαρμάκων»
Η περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία κατέστησαν κάτοχοι ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου διεπόμενων από το ελληνικό δίκαιο, αποκλειστικώς και μόνον επειδή εξοφλήθηκαν μέσω αυτών στο πλαίσιο εκτέλεσης αμφοτεροβαρούς σύμβασης που είχαν συνάψει με το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, διαφοροποιείται, ενόψει του «κουρέματος» των ως άνω ομολόγων
κατά τη διαδικασία του PSI, από την περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία αγόρασαν, από την πρωτογενή αγορά, αντίστοιχα ομόλογα. Διευκρινίζω βεβαίως ότι και στις δύο περιπτώσεις τίθεται ζήτημα δικαστικής προστασίας για την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν, χωρίς δική τους ευθύνη, οι ομολογιούχοι. Εκείνο λοιπόν που διαφοροποιείται κατά περίπτωση είναι η νομική θεμελίωση της αποκατάστασης της ζημίας. Ειδικότερα:
. Η προαναφερόμενη διαφοροποίηση οφείλεται στο ότι στη μεν περίπτωση των ομολογιούχων που αγόρασαν ομόλογα από τη πρωτογενή αγορά το «κούρεμα» πλήττει ευθέως την ιδιότυπη δανειακή σύμβαση μεταξύ Δημοσίου και ομολογιούχου. Άρα το «κούρεμα» των ομολόγων εμπίπτει, γενικώς, στο πεδίο ερμηνείας των διατάξεων που διέπουν την εκτέλεση της προαναφερόμενης δανειακής σύμβασης, όπως είναι, εκτός από τις ειδικότερες διατάξεις, π.χ. και οι διατάξεις των άρθρων 382 ΑΚ, περί «αδυναμίας πληρωμής από υπαιτιότητα του ίδιου» και 388 ΑΚ, ως προς την «απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών». Όλως αντιθέτως, στην περίπτωση ομολογιούχων, οι οποίοι απέκτησαν τους σχετικούς τίτλους στο πλαίσιο εκτέλεσης άλλης αμφοτεροβαρούς σύμβασης μεταξύ αυτών και του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, ήτοι εμμέσως, το «κούρεμα» των ομολόγων τους, μέσω της διαδικασίας του PSI, συνιστά μονομερή επέμβαση στο συμβατικό δεσμό. Και μάλιστα δια της νομοθετικής οδού, αφού η διαδικασία του PSI καθιερώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4050/2012.
. Όμως, ως προς την επέμβαση του νομοθέτη σε υφιστάμενες συμβατικές σχέσεις γενικώς, γίνεται παγίως δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία ότι:
Α. Η, κατά τις διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, ελευθερία των συμβάσεων καθιερώνει το δικαίωμα των συμβαλλόμενων μερών να διαμορφώνουν ελευθέρως το περιεχόμενο της μεταξύ τους σύμβασης.
1. Αυτή ακριβώς η ελευθερία των συμβάσεων έχει συνταγματικό έρεισμα, δεδομένου ότι αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική ζωή, την οποία εγγυώνται ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. π.χ. Απ. Γεωργιάδη, ενοχικό δίκαιο, Γενικό μέρος, 1999, αρ. 3 επ. και Μ. Σταθόπουλου, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 2004, παρ. 13 άρ. 5 επ. και 58 επ.).
α) Στη νομολογία γίνεται, κατ’ ακολουθία, δεκτό ότι: «Με την ελευθερία των συμβάσεων δεν συμβιβάζεται, καταρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία των συμβάσεων προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και κατά τις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της εθνικής οικονομίας (άρθρα 5 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος)» (ΑΠ 1465/2001, ΕλλΔνη 2003, σελ. 986). Τούτο σημαίνει ότι νομοθετική ρύθμιση, η οποία παρεμβαίνει σε συμβατική σχέση για λόγους σχετικούς με την εθνική οικονομία, καθιερώνοντας βλαπτική μεταβολή της για το ένα μέρος, συνιστά, κατά την ανωτέρω νομολογία του Αρείου Πάγου, εξαιρετικό δίκαιο.
β) Πέραν τούτου, μια τέτοια ρύθμιση πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να σέβεται την αρχή της κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αναλογικότητας –δηλαδή να περιορίζεται μόνο στο αναγκαίο μέτρο –όπως επίσης και τις αρχές της ασφάλειας του δικαίου (βλ. και ΣτΕ [Ολ] 3037/2008, 3047/2006, 1909/2001 και ΑΠ [Ολ] 4/1998. Τέλος, τούτο μπορεί να γίνεται μέσα σ’ εύλογο χρόνο από τη σύναψη της σύμβασης. Όταν δε πρόκειται για επέμβαση σε υφιστάμενες ενοχικές σχέσεις τίθεται, επιπροσθέτως, ζήτημα προσβολής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλόπιστου αντισυμβαλλόμενου.
2. Υπό τα δεδομένα αυτά θεωρώ ότι η μέσω του «κουρέματος» επέμβαση και σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία έχουν δοθεί προς αντισυμβαλλομένους του σ’ εκπλήρωση υποχρεώσεων που ανέλαβε στο πλαίσιο άλλης αμφοτεροβαρούς σύμβασης, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος, επειδή παραβιάζει τις αρχές της ελεύθερης συμμετοχής καθενός στην οικονομική ζωή της Χώρας, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του καλόπιστου αντισυμβαλλόμενου.
Β. Επιπροσθέτως, η προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου, η οποία του δίνει τη δυνατότητα μιας τόσο σημαντικής μονομερούς παρέμβασης σ’ αμφοτεροβαρή σύμβαση –την οποία δεν έχουν, κατ’ ουδένα τρόπο, τα φυσικά και λοιπά νομικά πρόσωπα- παραβιάζει την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας.
Γ. Εν τέλει, αυτή η απομείωση της περιουσίας των ομολογιούχων που εξοφλήθηκαν από το Δημόσιο μέσω ομολόγων, παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο διότι, όπως έχει παγίως κριθεί, οι ως άνω διατάξεις καλύπτουν όλα τα περιουσιακά εν γένει δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων των ενοχικών, όπως επίσης και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα (ΑΠ[Ολ] 40/1198, ΝοΒ 1999, σελ. 752 με σχόλιο Γ. Κασιμάτη. Επίσης, βλ. ΑΠ 104/2009 και απόφαση «ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος», της 9ης Δεκεμβρίου 1994 Série A. Vol. 301, σκ. 65 επ.). Κατά την απόφαση αυτή: «Η στέρηση των ενοχικών δικαιωμάτων χωρεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και προϋποθέτει την καταβολή προηγούμενης αποζημίωσης. Η διάταξη αυτή του Πρωτοκόλλου έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, άμεση και υπερνομοθετική ισχύ στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης και δεσμεύει το νομοθέτη» (ΑΠ 1465/2001). Κατά την ίδια απόφαση, τέτοιες διατάξεις νόμων με αναδρομική δύναμη, οι οποίες οδηγούν σε ολική ή μερική στέρηση περιουσίας, ακόμη και όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δεν είναι ανεκτές υπό το φως της ΕΣΔΑ.
. Συμπερασματικώς, και όσον αφορά το δικονομικό σκέλος των δικαιωμάτων των κατά τ’ ανωτέρω ομολογιούχων, θεωρώ ότι το πιο πρόσφορο ένδικο βοήθημα προστασίας τους δεν είναι η αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης που καθιέρωσε θεσμικώς το PSI, αλλά εκ του συμβατικού δεσμού αγωγή, ενώπιον των κατά περίπτωση αρμόδιων δικαστηρίων.